Jorge Luis Borges: από τον 20ο αιώνα στο λογοτεχνικό άπειρο (και ένας φόρος τιμής)

Ο εμβληματικός λογοτέχνης-συγγραφέας Jorge Luis Borges γεννήθηκε σαν σήμερα στις 24 Αυγούστου 1899 και έφυγε από τον φθαρτό αυτό κόσμο στις 14 Ιουνίου 1986. 

Στην πραγματικότητα, συγγραφείς όπως ο Borges δεν φεύγουν ποτέ, απλώς περνούν στην αιωνιότητα του ανθρώπινου πολιτισμού, γιατί κάθε φορά και σε κάθε εποχή που οι αναγνωστες διαβάζουν τα έργα των συγγραφέων αυτών αυτοστιγμεί τους επαναφέρουν στα πεπερασμένα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης. Όρια που τα έργα των συγγραφέων αυτού του διαμετρήματος έχουν προ πολλού ξεπεράσει, έργα που έχουν υψωθεί στο σύμπαν του γραπτού πολιτισμού και θα υπάρχουν εκεί μέχρι να εκπνεύσει ο τελευταίος άνθρωπος του πλανήτη.

 

"All things have been given to us for a purpose, and an artist must feel this more intensely. All that happens to us, including our humiliations, our misfortunes, our embarrassments, all is given to us as raw material, as clay, so that we may shape our art."

 

Σήμερα θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει τον Borges ως τον σημαντικότερο συγγραφέα του 20ου αιώνα», λέει η Suzanne Jill Levine, μεταφράστρια και επιμελήτρια της πεντατομης σειράς Penguin Classics Borges. Γιατί; "Επειδή δημιούργησε μια νέα λογοτεχνική ήπειρο μεταξύ Βόρειας και Νότιας Αμερικής, μεταξύ της Ευρώπης και της Αμερικής, μεταξύ των παλαιών κόσμων και της νεωτερικότητας. Δημιουργώντας την πιο πρωτότυπη γραφή της εποχής του, ο Μπόρχες μας δίδαξε ότι τίποτα δεν είναι νέο, ότι δημιουργία είναι η αναδημιουργία, ότι όλοι είμαστε ένα αντιφατικό μυαλό, που συνδεόμαστε μεταξύ μας μέσα στο χρόνο και στο χώρο, ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι μόνο δημιουργοί φαντασίας, αλλά είναι τα ίδια μυθοπλασίες, ότι τα πάντα που σκεφτόμαστε ή αντιλαμβανόμαστε είναι μυθοπλασία, ότι κάθε γωνιά της γνώσης είναι μια μυθοπλασία.

 

Doubt is one of the names of intelligence.

 

Ως έναν απειροελάχιστο φόρο τιμής στον λογοτέχνη-συγγραφέα Jorge Luis Borges, παραθέτουμε ολόκληρο το κεφάλαιο "Κυκλικά Ερείπια" του συγγραφέα μας Ignatius Letterman από το δυστοπικό σπονδυλωτό μυθιστόρημά του "Λογοτεχνική Αστυνομία: Ι. Η Πόλη των Βιβλίων".

 

"May Heaven exist, even if my place is Hell."

 

O Ignatius Letterman ποτέ δεν έκρυψε τον θαυμασμό του για τον Borges και τη γραφή του. Και πώς θα ήταν δυνατόν σ' ένα βιβλιοφιλικό βιβλίο να μην αναφέρεται αυτός ο τεράστιος λογοτέχνης;

 

Κυκλικά ερείπια

 

 

Πρώτη φορά που με τράβηξε βιβλίο μέσα στον μαγικό του κόσμο ήταν το διήγημα «Τα κυκλικά ερείπια» του αξεπέραστου Χόρχε Λουίς Μπόρχες.

Μέχρι τότε δεν πίστευα στα «περιστατικά», έτσι τα ονόμαζε, με εμφανή δόση ειρωνείας, η αστυνομία, η απλή αστυνομία, που όλο και με αυξανόμενη ταχύτητα κατέκλυζαν τον έκλυτο πολιτισμό μας. Τα βιβλία ζωντάνεψαν και ήρθαν σαν τα ζόμπι που απέκτησαν μια νέα ζωή να εκ δικηθούν.

 

Στην αρχή οι επιστήμονες θεώρησαν ότι ήταν κάποιου είδους ψύχωση. Όσοι εμφάνιζαν τέτοια συμπτώματα ήταν άτομα βεβαρημένα ή μοναχικά. Άτομα που έβλεπαν διαρκώς τηλεόραση και δεν μπορούσαν τα βράδια να κοιμηθούν. Έπνιγαν τις απογοητεύσεις της ζωής τους με κάθε τρόπο και οι παραισθήσεις ήταν ο καλύτερος. Κορόιδευα και εγώ τέτοιου είδους άτομα, ήταν η μόδα, ειδικά στην κανονική αστυνομία που υπηρετούσα εκείνο τον καιρό.

 

Άρχισα, θυμάμαι, να διαβάζω στον καναπέ του καθιστικού μου εκείνο το απόγευμα που τα πουλάκια έξω κελαηδούσαν και η ζωή έμοιαζε για μένα όμορφη: «Κανένας δεν τον είδε όταν ξεμπάρκαρε μέσα στην κατασκότεινη νύχτα, κανένας δεν είδε το κανό από μπαμπού που χωνόταν στην ιερήλάσπη, μα, λίγες μέρες αργότερα, όλοι ήξεραν ότι ο σιωπηλός άνθρωπος ερχόταν από τον νοτιά...»

 

Για μια στιγμή νόμισα ότι μου ερχόταν ναυτία, αλλά μετά, χωρίς κάποιο άλλο ενδιάμεσο σύμπτωμα, με έπιασε μια σκοτεινιά που όμοιά της δεν είχα ξανανιώσει. Βρέθηκα, χωρίς να το καταλάβω, σε ένα δαιδαλώδη λαβύρινθο που πιο πολύ έμοιαζε με σπηλιά, μέσα σε πολλές σπηλιές. Τα τοιχώματα του λαβυρίνθου ήταν ταυτόχρονα και καθρέφτες που έλαμπαν απόκοσμα στο ημίφως. Αιμοσταγείς αράχνες χαράκωναν το πρόσωπό μου και τρομακτικά χταπόδια, που ευτυχώς δεν μπορούσαν να αποκολληθούν από το τοίχωμα της σπηλιάς, άγγιζαν τα χέρια και τα πόδια μου με τα γλοιώδη και σιχαμερά πλοκάμια τους. Μαίανδροι και ακατανόητα ιερογλυφικά ήταν τα μόνα σύμβολα αυτού του παράξενου κόσμου. Πού και πού κάποια φωσφορίζουσα νεκροκεφαλή φαινόταν να χαμογελάει μες στη σκοτεινιά.

 

Αναρωτήθηκα: αυτός ήταν ο κόσμος των βιβλίων; Τότε όμως είδα ένα φως. Προχώρησα προς τα κει. Το φως όσο πήγαινε δυνάμωνε, σε σημείο που έγινε αδύνατο να προχωρήσω με τα μάτια ανοιχτά, εκτυφλωτικό. Σιγά σιγά συνήθισα και άρχισα να βλέπω γύρω μου. Τα χταπόδια των τοιχωμάτων, οι αράχνες και οι νεκροκεφαλές, σταδιακά εξαφανίστηκαν• έμειναν μόνο οι καθρέφτες. Η απρόσμενη πανδαισία φωτός ήταν το τέλος του λαβυρίνθου κι εγώ οδηγήθηκα, ο τυφλός, σε ένα ξέφωτο. Πιο πολύ έμοιαζε με την αρχή ενός ονείρου• από κείνα τα όνειρα που αργότερα ξεπερνούν σε ένταση τις πραγματικές αναμνήσεις και οι αναμνήσεις, όλο το παρελθόν και ό,τι έχουμε ζήσει, απομένουν να μοιάζουν με απλά όνειρα ή σύννεφα περαστικά στον ουρανό.

 

Ερείπια από έναν αρχαίο ναό ήταν τοποθετημένα σε κυκλική διάταξη σε ένα φανταστικό τοπίο και μια αιθέρια κοπέλα ντυμένη στα λευκά έκανε εκεί κάτι σαν σπονδή. Πολύχρωμα δέντρα που δεν είχα ξαναδεί, κάτι σαν λεύκες, αλλά σαφώς πιο θεόρατες, βρίσκονταν γύρω από τον ναό. Ο αέρας ήταν ξηρός και ανάλαφρος σαν να ήμουν στον παράδεισο ή κάποιο αντεστραμμένο είδωλό του• κάτι όμως έλειπε.

 

 

Ένα σμήνος πουλιών πετούσε συνεχώς πάνω από τον ναό σχηματίζοντας γράμματα ή διατάξεις γραμμάτων. Αν κοιτούσες τα πουλιά συνεχόμενα, τα γράμματα, σαν φράκταλ χαμένα μες στο σύμπαν, μέσα στην τυχαιότητα, στην ομορφιά και στην απροσδιοριστία τους μπορεί να σχημάτιζαν λέξεις, ενδεχομένως και φράσεις. Ξεχώρισα τις λέξεις ΤΕΧΝΗ, ΘΑΝΑΤΟΣ, ΑΡΧΗ, ΤΕΛΟΣ. Ο συνδυασμός αυτών των λέξεων με ταρακούνησε: Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. Ασυναίσθητα κοίταξα γύρω μου. Τα κυκλικά ερείπια όπως υποστήριζε ο ίδιος ο δημιουργός τους ήταν τοποθετημένα και αυτά σε διάταξη ενός συμβολικού λαβυρίνθου, ένα γιγαντιαίο φράκταλ.

 

 

Ένα γιγαντιαίο σκουλήκι ξεπήδησε μέσα από το έδαφος και άρχισε να σέρνεται πάνω στο πόδι μου. Με ιδιαίτερη ανατριχίλα είδα ότι το σκουλήκι είχε ανθρώπινα μάτια. Ήταν ωστόσο άκακο. Είχε μια έκφραση απορίας και αφέλειας, ίσως επειδή ήμουν κάτι νέο για αυτό, ένας παρείσακτος στον δικό του κόσμο. Το κλώτσησα πέρα και προχώρησα. Πιο κάτω είδα ένα ον που έμοιαζε με καλαμάρι της στεριάς. Παρά το μεγάλο μέγεθός του το αφύσικο πλάσμα φαινόταν σαν να έχει μόλις γεννηθεί από κάποια αόρατη μήτρα. Και προσπαθούσε να σταθεί στα πολλαπλά πόδια του. Μάταια όμως. Δεν τα κατάφερνε• κάθε τρεις και λίγο σωριαζόταν πάνω στα χόρτα, τα οποία με τη σειρά τους μεγάλωναν και μίκραιναν χωρίς ποτέ να ξεραίνονται, σαν το έδαφος να ήταν μια τεράστια υπερφυσική κοιλιά που ανέπνεε. Τι μέρος ήταν αυτό; Ποιος τόπος; Υπήρχε τόση ζωή εδώ. Αναμφίβολα. Ο ίδιος ένιωθα αναζωογονημένος και έτοιμος να πετάξω.

 

Κατάλαβα, χωρίς κόπο, τι ήταν αυτό που έλειπε απ’ το παραδεισένιο μέρος: έλειπε ο θάνατος. Τα κυκλικά ερείπια ήταν ο θάνατος ή... ό,τι είχε απομείνει από αυτόν. Βγαίνοντας από τον δικό μου λαβύρινθο όμως ήμουν ένα κλικ πιο ψηλά και μπορούσα να δω το κέντρο της διάταξης των ερειπίων μιας και το ύψος τους μετά βίας έφτανε το ύψος της καρδιάς του –δίμετρου– σώματός μου.

 

Πλησίασα δειλά το κέντρο τους, σύμφωνα με το νοητό σχεδιάγραμμα που είχα ήδη αποτυπώσει στο μυαλό μου. Η κοπέλα, όσο πλησίαζα, συνέχιζε ατάραχη τη σπονδή της• απλά φαινόταν να μη μου δίνει καμία σημασία. Από κοντά δεν ήταν τόσο όμορφη. Ουλές αυλάκωναν το όμορφο χωρίς αυτές πρόσωπό της και χαρακιές ολόκληρες στιγμάτιζαν την πλάτη της. Φαινόταν να έχει υποστεί απανωτά βασανιστήρια. Κάτι ωστόσο μου θύμιζε, κάπου την είχα ξαναδεί.

«Ποια είσαι;» ρώτησα γεμάτος περιέργεια, αλλά και αγωνία.

«Είμαι η Λογοτεχνία, η Χαμένη Λογοτεχνία» είπε με ψιλή φωνή, πραγματικά χαμένη.

Ασυναίσθητα, με μια κίνηση τελείως αυθόρμητη, έπιασα το πίσω μέρος του κεφαλιού της και τη φίλησα, έτσι όπως δεν έχω ξαναφιλήσει ποτέ γυναίκα. Μια περίεργη θέρμη αμέσως κυρίευσε ολόκληρο το σώμα μου. Αμέτρητες σελίδες, όλα τα βιβλία του κόσμου, άρχισαν να φυλλομετρώνται μέσα στο μυαλό μου. Μια ηδονή• αν και απότομη. Κάναμε έρωτα πάνω στις πλάκες του παλιού ιερού ναού για ώρες, μέρες, στιγμές, αιώνες. Τα πουλιά γύρω τραγουδούσαν και ο ιερός ναός άρχισε να τρέμει σαν μια ενιαία οντότητα που συμμετείχε στον ερωτά μας.

Από τότε, όσα χρόνια και αν έχουν περάσει, δεν έχω φύγει ποτέ από τον ναό των κυκλικών ερειπίων• άφησα έναν εαυτό εκεί.

 

Το μόνο βέβαιο είναι ότι αν κάποτε υπάρξει μια Πόλη των Βιβλίων και της Λογοτεχνίας ο Jorge Luis Borges θα είναι ο πολιούχος της!

 

Πηγές:

 

Η ζωή του:

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CF%8C%CF%81%CF%87%CE%B5_%CE%9B%CE%B...

 

Η εργογραφία του στα ελληνικά:

http://www.biblionet.gr/author/7271/Jorge_Luis_Borges

 

Αποσπάσματα και φωτογραφίες:

https://en.wikiquote.org/wiki/Jorge_Luis_Borges

 

Κριτική - αρθρογραφία:

http://www.bbc.com/culture/story/20140902-the-20th-centurys-best-writer

 

Social Media

 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

 

Newsletters

Zircon - This is a contributing Drupal Theme
Design by WeebPal.