Η σκοτεινή λογοτεχνία συμβολίζει τη δεκάτη τρίτη ώρα, την ώρα που είναι πέρα από τον χρόνο, τον κόσμο που είναι πέρα από την πραγματικότητα. Στη συλλογή διηγημάτων αστικού τρόμου του Βαγγέλη Γεωργάκη με τίτλο "Σκοτεινές Αναλαμπές" περιλαμβάνονται δεκατρείς ιστορίες που ξεκινούν μέσα σ’ ένα άκρως ρεαλιστικό περιβάλλον για να εξελιχθούν απρόσμενα σε κάτι εντελώς απόκοσμο και εξωπραγματικό. Δεκατρείς σκοτεινές αναλαμπές στις οποίες ο ωμός ρεαλισμός, η ανθρώπινη συντριβή και το γοητευτικό παράδοξο ενοποιούνται σε μια νέα πραγματικότητα. Ακολουθεί ολόκληρο το διήγημα «Κάρνεγκι Χολ» (μια σκοτεινή αναλαμπή, Τρίτη και 13).
Το Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας ήταν κατάμεστο – όχι! Όχι! Μήπως ήταν το Κάρνεγκι Χολ ή η περίφημη Σκάλα του Μιλάνου; Η μουσική ξεχύθηκε από το ηχείο του ταλαιπωρημένου πιάνου και πλημμύρισε τον αέρα. Κάθε νότα ήταν και ένα μικρό στιλέτο που διέσχιζε την καθημερινότητα, κάθε οκτάβα, είτε προς τα πάνω, είτε προς τα κάτω, ένας θρίαμβος.
Έπαιζε σ’ ένα μικρό δωμάτιο. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ αυτό το πιάνο, κάτι δεν πήγαινε καλά με τον ίδιο. Εδώ και κάποιες μέρες, ώρες, στιγμές, είχε σκοτώσει τη σύζυγό του. Το συναίσθημα ήταν βαρύ και ασήκωτο, μα… κατά κάποιο τρόπο απελευθερωτικό. Δεν μπορούσε να υπολογίσει πριν πόσο χρόνο ακριβώς, δεν μπορούσε να θυμηθεί. Την είχε σκοτώσει μέσα σε μια στιγμή, όπως το ρολόι ενός τοίχου σημαίνει μεσάνυχτα ή ένα κρύσταλλο θρυμματίζεται στην πτώση του. Ύστερα, την έκοψε κομμάτια με το παλιό αλυσοπρίονο του παππού και όπως ο χασάπης ξεδιαλέγει το κρέας την τοποθέτησε μέσα στο ηχείο του πιάνου, δίπλα ακριβώς από τις χορδές. Την καρδιά την είχε αποθέσει με προσοχή στην υποδοχή του πιάνου για την παρτιτούρα, ακριβώς μπροστά του. Παλλόταν ακόμη ακανόνιστα το μοτέρ του ανθρώπινου σώματος και αυτό μπορούσε να του χρησιμεύσει κάλλιστα ως ένας θαυμάσιος μετρονόμος.
Ύστερα, άρχισε να παίζει πιάνο.
Ξεκίνησε με Μπετόβεν, συμφωνία νούμερο τέσσερα και μετά συνέχισε με Ραχμάνινοφ για να χαλαρώσει κάπως την ατμόσφαιρα. Η ώρα, που δεν μπορούσε πλέον να τη μετρήσει, πέρναγε, αίμα από την άκρη του πιάνου έσταζε. Η καρδιά έκανε ορισμένους τελευταίους σπασμούς. Αυτό έδωσε μια διαφορετική ζωντάνια στο παίξιμό του.
≪Καλό είναι να παραβαίνεις τους κανονισμούς≫ μια φωνή που δεν την είχε ξανακούσει σφύριξε μες στο μυαλό του.
Μαλλιά της αγαπημένης του ξεπετάγονταν εφιαλτικά από τα διάκενα ορισμένων χορδών. Αίμα είχε ποτίσει ορισμένα άλλα και τώρα έσταζε από την άκρη του πιάνου, ρυθμικά, σαν να μετρούσε πράγματι τον χρόνο. Μία νέα μονάδα μέτρησης. Αίμα και χρόνος, χρόνος και αίμα: αιώνιος ρυθμός. Είχε βρει νέο μετρονόμο τώρα, ακόμα καλύτερο, μετά και τον τελευταίο σπασμό της καρδιάς. Το νεκρό σώμα της αγαπημένης του κειτόταν εκεί. Πόση παράνοια μπορεί να χωρέσει ένα ανθρώπινο μυαλό; Πόσο ανθρώπινο μυαλό μπορεί να αντέξει η παράνοια;
Μετά το θλιβερό συμβάν, έπαιζε πιάνο ασταμάτητα. Έπαιζε πιάνο όσο καλύτερα μπορούσε, καλύτερα από ποτέ. Ίσως ήθελε να της αποδείξει, έστω και αργά, ότι δεν ήταν και τόσο κακός τελικά. Καλοί άνθρωποι κάνουν ορισμένες φορές τρομερά πράγματα. Είχε κάνει ένα μοιραίο λάθος, ναι, είχε χάσει την ψυχραιμία του, ναι, την είχε σκοτώσει και μετά τεμαχίσει, ναι, μα δεν έπαυε να είναι ένας μεγάλος καλλιτέχνης με δεξιοτεχνία στο πιάνο· και εκείνη τον είχε αγαπήσει ειδικά γι’ αυτό.
Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου· και μετά και τον εαυτό του. Ό,τι είχε απομείνει από τον εαυτό του κρυβόταν πλέον πίσω από αυτές τις νότες. Την είχε σκοτώσει. Αυτό ήταν ένα γεγονός. Δεν θα άλλαζε. Είχε μείνειμόνο αυτός τώρα και το πιάνο. Ήταν ο ΘΕΟΣ. Τι άλλο είχε να χάσει; Τα είχε κερδίσει και τα είχε χάσει όλα εξαιτίας της. Τίποτα δεν θα άλλαζε ακόμη και αν η γη σταματούσε να γυρίζει ή ξαφνικά εφευρισκόταν το φάρμακο της μακροζωίας. Την είχε σφάξει μ’ ένα χασαπομάχαιρο σαν να ήταν κανένα γουρούνι και, έπειτα, με το ακριβό ασημένιο πιρούνι με τα αρχικά του χαραγμένα, που του είχε χαρίσει ΕΚΕΙΝΗ στα γενέθλιά του, της είχε δώσει τη χαριστική βολή, της το είχε χώσει κατευθείαν στην καρδιά. Έναλουκούλλειο γεύμα διαστροφής για τη διαταραγμένη του ψυχή.
Η αιθέρια μουσική από το πιάνο κάλυψε ελαφρώς τον ήχο του περιπολικού, μα αυτός, ευλαβικά, στοργικά, με συνέπεια, συνέχιζε να παίζει· Μότσαρτ τώρα, συμφωνία νούμερο πέντε. Δεν τον ένοιαζε να τον πιάσουν. Τον ένοιαζε μήπως δεν μπορούσε να τελειώσει τούτη την ονειρεμένη συμφωνία. Πάντα του άρεσε το συγκεκριμένο κομμάτι. Από τότε που ήταν μικρός, όταν είχε πρωταρχίσει να πηγαίνει στο ωδείο. Τότε δεν θυμόταν να είχε σκοτώσει και κανέναν άλλωστε. Τότε τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Έβαλε τα δυνατά του λοιπόν. Ονειρεμένο φινάλε.
Η πόρτα του δωματίου χτύπησε. Ύστερα η πόρτα χτύπησε πιο δυνατά. Φα, σολ, λα, ντο, ντο, ρε… Αστυνομία… Μικροσκοπικά μπλε ανθρωπάκια… Ίσως τους είχαν βάλει να κάνουν υπερωρίες αντί για ένα ματς ποδοσφαίρου που ήθελαν να δουν ή μπορεί και να διέκοψαν μία παρτίδα πόκερ με έπαθλο λίγες σειρές κοκαΐνη από τα κατασχεθέντα της Δίωξης.
Η πόρτα κατέρρευσε από τη δύναμη ενός ακόμη χτυπήματος. Η αλλοιωμένη από την αγωνία μορφή ενός αστυνομικού έκανε την εμφάνισή της στο διαλυμένο άνοιγμα. Αυτό ήταν το τέλος. Ο δρόμος της ζωής δεν είχε άλλη στροφή γι’ αυτόν· η παρτιτούρα όμως είχε. Έπαιξε σε μορφή παραληρήματος τις τελευταίες νότες, μούσκεμα στον ιδρώτα.
Ένα μικρό μπλε ανθρωπάκι τον πλησίασε, δειλά δειλά, στα πέντε μέτρα.
≪Σήκωσε ψηλά τα χέρια κάθαρμα≫ ακούστηκε αντί χαιρετισμού.
Δεν τα σήκωσε. Συνέχισε να παίζει ακάθεκτος.
Ο θόρυβος ενός αυτομάτου πιστολιού τώρα ακούστηκε. Οι αστυνομικοί δεν είχαν έρθει εδώ για να παίξουν παιχνίδια. Ούτε φυσικά να ακούσουν κλασική μουσική. Ήξεραν, είχαν καταλάβει, με ποιον είχαν να κάνουν. Ήταν επικίνδυνος. Ήταν άκρως επικίνδυνος.
Ταρατατάα…
Έμοιαζε και αυτό, ο ήχος του αυτομάτου, με κάποια συμφωνία. Συμφωνία θανάτου.
Ταρατατάα…
Τον διέλυαν. Το κορμί του άρχισε να τινάζεται σαν πουπουλένια κούκλα μαζί με τις τελευταίες νότες που χάνονταν στον αέρα, στο υπερπέραν. Πού πήγαιναν οι νότες μετά τη γέννησή τους; Αυτό δεν το είχε αναρωτηθεί ποτέ, ακόμη και αυτός, που είχε κάνει τόση έρευνα πάνω στη μουσική. Πλέον ήταν και ο ίδιος ένα κομμάτι της αιωνιότητας, της ιστορίας. Ποιος ξέρει πού θα πήγαινε και αυτός…
Ταρατατάα…
Τώρα έμοιαζε με χειροκρότημα. Παράξενο αυτό. Μα το πιο παράξενο απ’ όλα;
Το πλήθος…
Ένα πλήθος ήταν από κάτω και χειροκροτούσε, επευφημούσε. Αυτό ήταν το πιο τρελό απ’ όλα. Πιο παράξενο από το να έχεις σκοτώσει τον έρωτα της ζωής σου και μετά να τον βάλεις τρόπαιο μέσα σ’ ένα πιάνο.
Κυρίες με φουντωτά γουνάκια που κάθε χρόνο ξόδευαν υπέρογκα ποσά σε οικολογικές οργανώσεις για την προστασία σπανίων ζώων και την καταπολέμηση της παιδικής πορνείας, έκαναν την εμφάνισή τους, δεκάχρονα αγοράκια που η κλασική μουσική τα είχε ωριμάσει, τα είχε μεγαλώσει πριν την ώρα τους και τώρα έδειχναν πολύ πολύ σοβαρά για την ηλικία τους μέσα στα ακριβά σμόκιν τους, αστεία και τρομακτικά μαζί, ένας κύριος, κάπου στο βάθος, με στρογγυλά γυαλιά και άσπρο φουλάρι που μπορεί να ήταν και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, και…
Πού βρισκόταν;
Είδε την επίχρυση διακόσμηση στους τοίχους, είδε την τεράστια αίθουσα, τις τοιχογραφίες με τις αύρες δαιμόνων, την τεράστια πόρτα, το αραχνοΰφαντο ύφασμα της αυλαίας…
Μα... Ήταν πράγματι το Κάρνεγκι Χολ! Ένας θρίαμβος! Θυμήθηκε, τώρα που η πραγματικότητα επανήλθε. Το πρώτο βραβείο! Ποτέ καλλιτέχνης, ειδικά από τη Σαουδική Αραβία, δεν είχε παίξει έτσι· ακόμη και στο Κάρνεγκι Χολ.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής της σπουδαιότερης μουσικής σκηνής στον κόσμο ανέβηκε σβέλτα από την πρώτη σειρά. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε –το φιλί ήταν ιδιαίτερα θερμό– και του παρέδωσε το μικρό αγαλματίδιο ενός πιανίστα με την ειδική περούκα του δέκατου έβδομου αιώνα μπροστά από το πιάνο του. Το κοινό από κάτω χειροκροτούσε. Μερικοί σφύριζαν κιόλας λες και δεν βρίσκονταν στο Κάρνεγκι Χολ, αλλά σε κάποιο γήπεδο. Ύστερα του έκανε νόημα να ανέβει σ’ ένα μικρό βήμα ειδικά διαμορφωμένο για την περίσταση. Ένα μικρόφωνο ήταν στερεωμένο εκεί.
Έπρεπε κάτι να πει.
Ανέβηκε στο βήμα και ένιωσε ένα σφίξιμο στην κοιλιά.
≪Αυτό το βραβείο –κράτησε σφιχτά το αγαλματίδιο– το αφιερώνω στη γυναίκα μου≫ κραύγασε. ≪Χωρίς αυτήν δεν θα είχα καταφέρει τίποτα!≫
Η σύζυγος του, Ναταλία Νικολάγεβνα, αγαλματίδιο ομορφιάς στην πρώτη σειρά, έμοιαζε τόσο χαρούμενη, τόσο ευτυχισμένη, τόσο ζωντανή.
Τα υπέροχα γαλάζια μάτια της πανηγύριζαν και αυτά. Τυχερός που είχε μια τέτοια γυναίκα.
Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό του. Η συγκίνηση ήταν αφόρητη.
Συνέχισε, εν μέσω δακρύων, τον σπαρακτικό του λόγο:
≪Αγαπητοί ακροατές, η έμπνευση ή η καλλιτεχνική επιδεξιότητα δεν προέρχεται από εκεί που νομίζουμε ή θα θέλαμε να νομίζουμε…≫
Οι ακροατές άκουγαν με σεβασμό, στα μάτια τους έλαμπε η αναγνώριση.
Από τη δεξιά πλευρά του πιάνου μία σταγόνα αίμα, έσταξε.
Tο βιβλίο του Βαγγέλη Γεωργάκη "Σκοτεινές Αναλαμπές" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Oasis.
Διαβάστε παρουσιάσεις - κριτικές του βιβλίου εδώ:
Γιώτα Φώτου, Πέρα από την πραγματικότητα;, http://literature.gr, 30.3.2017
Δημήτρης Αργασταράς, Σκοτεινές αναλαμπές, www.diavasame.gr, Φεβρουάριος 2017
Μίνως Καρυωτάκης, Δεκατρείς ιστορίες πέρα από την πραγματικότητα, "Fractal", Δεκέμβριος 2016
Στέλιος Μπασμπαγιάννης, Σκοτεινές Αναλαμπές, "Rockyourlife", Νοέμβριος 2016